- πανάθεσμος
- παν-άθεσμος, ον, = foreg., Opp. C.2.438, 3.224.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανάθεσμος — πανάθεσμος, ον (Α) παράνομος από κάθε άποψη. επίρρ... παναθέσμως (Μ) με εντελώς παράνομο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄθεσμος «άνομος»] … Dictionary of Greek
πανάθεσμος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναθέσμως — πανάθεσμος adverbial πανάθεσμος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάθεσμον — πανάθεσμος masc/fem acc sg πανάθεσμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάθεσμοι — πανάθεσμος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμός — ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός) το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνία νεοελλ. ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός τού … Dictionary of Greek
παναθέσμιος — παναθέσμιος, ον (Α) πανάθεσμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄθεσμος + κατάλ. ιος] … Dictionary of Greek